- συσταίνω
- και συστένω Νβλ. συστήνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσταίνω — βλ. συνιστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] … Dictionary of Greek
καμαροσυσταμένος — καμαροσυσταμένος, η, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καμάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + μτχ. παθ. παρακμ. τού συσταίνω] … Dictionary of Greek
συστήνω — και συσταίνω και συστένω Ν βλ. συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. τού αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)] … Dictionary of Greek
ανασυσταίνω — ησα, ήθηκα, ημένος, συσταίνω ξανά, ξαναϊδρύω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανασυστήσει τα ειρηνοδικεία που είχαν καταργηθεί παλαιότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισηγούμαι — εισηγήθηκα, εκθέτω σε άλλους τη γνώμη ή κρίση μου για κάποιο ζήτημα, κάνω εισήγηση, προτείνω, συσταίνω: Εισηγήθηκε την απόλυση του κατηγορούμενου με εγγύηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνιστώ — και συσταίνω και συστήνω σύστησα, συστήθηκα, συστημένος 1. συγκροτώ: Συνιστώ σωματείο. 2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον, τον γνωρίζω σε κάποιον: Με σύστησε στη γυναίκα του. 3. συμβουλεύω: Σου συνιστώ να αποφύγεις αυτή την ενέργεια. – Δε σου συνιστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)